pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
GOVERN Definition & Meaning - Merriam-Webster
Learn the meaning of govern as a verb, with synonyms, examples, and word history. Govern can mean to exercise authority over, to control or influence, or to require a word to be in a certain case.
GOVERN Definition & Meaning - Merriam-Webster

Learn the meaning of govern as a verb, with synonyms, examples, and word history. Govern can mean to exercise authority over, to control or influence, or to require a word to be in a certain case.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: what does governed mean
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα English (Cyprus)
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
GOVERNED | English meaning - Cambridge Dictionary
Governed is the past tense and past participle of govern, which means to control and direct the public business of a country, city, group of people, etc. or to have a controlling influence on something. See how to use governed in sentences from the Cambridge English Corpus.
GOVERNED | English meaning - Cambridge Dictionary

Governed is the past tense and past participle of govern, which means to control and direct the public business of a country, city, group of people, etc. or to have a controlling influence on something. See how to use governed in sentences from the Cambridge English Corpus.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: what does governed mean
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα English (Cyprus)
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
GOVERN | English meaning - Cambridge Dictionary
GOVERN definition: 1. to control and direct the public business of a country, city, group of people, etc.: 2. to have…. Learn more.
GOVERN | English meaning - Cambridge Dictionary

GOVERN definition: 1. to control and direct the public business of a country, city, group of people, etc.: 2. to have…. Learn more.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: what does governed mean
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα English (Cyprus)
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
Govern - Definition, Meaning & Synonyms - Vocabulary.com
To govern is to rule, lead, oversee, or otherwise control. Each U.S. state has its own governor, whose job it is to govern the affairs of that state.
Govern - Definition, Meaning & Synonyms - Vocabulary.com

To govern is to rule, lead, oversee, or otherwise control. Each U.S. state has its own governor, whose job it is to govern the affairs of that state.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: what does governed mean
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα English (Cyprus)
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
Governed - definition of governed by The Free Dictionary
Governed means to exercise sovereign authority over a state or to control the actions or behavior of someone or something. Find out more about the word's origin, usage, and related terms in this online dictionary.
Governed - definition of governed by The Free Dictionary

Governed means to exercise sovereign authority over a state or to control the actions or behavior of someone or something. Find out more about the word's origin, usage, and related terms in this online dictionary.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: what does governed mean
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα English (Cyprus)
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
GOVERN Definition & Meaning | Dictionary.com
Govern definition: . See examples of GOVERN used in a sentence.
GOVERN Definition & Meaning | Dictionary.com

Govern definition: . See examples of GOVERN used in a sentence.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: what does governed mean
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα English (Cyprus)
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
govern verb - Definition, pictures, pronunciation and usage notes ...
[transitive, intransitive] govern (something) to legally control a country or its people and be responsible for introducing new laws, organizing public services, etc. The country is governed by elected representatives of the people. He accused the opposition party of being unfit to govern.
govern verb - Definition, pictures, pronunciation and usage notes ...

[transitive, intransitive] govern (something) to legally control a country or its people and be responsible for introducing new laws, organizing public services, etc. The country is governed by elected representatives of the people. He accused the opposition party of being unfit to govern.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: what does governed mean
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα English (Cyprus)
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
GOVERN definition and meaning | Collins English Dictionary
6 meanings: 1. to direct and control the actions, affairs, policies, functions, etc of (a political unit, organization, nation,.... Click for more definitions.
GOVERN definition and meaning | Collins English Dictionary

6 meanings: 1. to direct and control the actions, affairs, policies, functions, etc of (a political unit, organization, nation,.... Click for more definitions.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: what does governed mean
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα English (Cyprus)
governed, adj. & n. meanings, etymology and more | Oxford English ...

What does the word governed mean? There are two meanings listed in OED's entry for the word governed. See ‘Meaning & use’ for definitions, usage, and quotation evidence. See meaning & use. How common is the word governed? About 0.03 occurrences per million words in modern written English . 1750: 0.072: 1760: 0.071: 1770: 0.069:

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: what does governed mean
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα English (Cyprus)
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
GOVERN definition in American English - Collins Online Dictionary
GOVERN definition: to direct and control the actions , affairs , policies , functions , etc of (a political... | Meaning, pronunciation, translations and examples in American English
GOVERN definition in American English - Collins Online Dictionary

GOVERN definition: to direct and control the actions , affairs , policies , functions , etc of (a political... | Meaning, pronunciation, translations and examples in American English

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: what does governed mean
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα English (Cyprus)
close close

PrivateView

Δοκιμαστική Έκδοση
close close

Η Ιδιωτική Προβολή σας επιτρέπει να περιηγηθείτε σε ιστότοπους ανώνυμα. Αυτή η δυνατότητα ενδέχεται να μην υποστηρίζεται σε όλους τους ιστότοπους.

PrivateView

Δοκιμαστική Έκδοση
close close

Η Ιδιωτική Προβολή σας επιτρέπει να περιηγηθείτε σε ιστότοπους ανώνυμα. Αυτή η δυνατότητα ενδέχεται να μην υποστηρίζεται σε όλους τους ιστότοπους.


Φόρτωση...

Δεν είναι διαθέσιμο ακόμα!

Το PrivateView δεν υποστηρίζει ακόμη αυτήν την ιστοσελίδα.
Εκτιμούμε την υπομονή σας!

Ενημερώστε μας
close close
close
close