ASSURED Definition & Meaning - Merriam-Webster

The meaning of ASSURED is characterized by certainty or security : guaranteed. How to use assured in a sentence. characterized by certainty or security : guaranteed; very confident : self-assured; self-satisfied… See the full definition. Games; Word of the Day; Grammar; Wordplay; New Slang; Rhymes; Word Finder; Thesaurus; Join MWU ...

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: assured
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα ελληνικά
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
ASSURED Synonyms: 233 Similar and Opposite Words - Merriam-Webster
Synonyms for ASSURED: confident, sure, certain, positive, doubtless, clear, implicit, sanguine; Antonyms of ASSURED: doubtful, uncertain, unsure, dubious, hesitant ...
ASSURED Synonyms: 233 Similar and Opposite Words - Merriam-Webster

Synonyms for ASSURED: confident, sure, certain, positive, doubtless, clear, implicit, sanguine; Antonyms of ASSURED: doubtful, uncertain, unsure, dubious, hesitant ...

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: assured
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα ελληνικά
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
ASSURED | English meaning - Cambridge Dictionary
ASSURED definition: 1. showing skill and confidence: 2. certain to be achieved or obtained: 3. showing skill and…. Learn more.
ASSURED | English meaning - Cambridge Dictionary

ASSURED definition: 1. showing skill and confidence: 2. certain to be achieved or obtained: 3. showing skill and…. Learn more.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: assured
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα ελληνικά
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
ASSURE Definition & Meaning - Merriam-Webster
The meaning of ASSURE is to make sure or certain : convince. How to use assure in a sentence. Synonym Discussion of Assure.
ASSURE Definition & Meaning - Merriam-Webster

The meaning of ASSURE is to make sure or certain : convince. How to use assure in a sentence. Synonym Discussion of Assure.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: assured
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα ελληνικά
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
assured adjective - Definition, pictures, pronunciation and usage notes ...
Definition of assured adjective in Oxford Advanced Learner's Dictionary. Meaning, pronunciation, picture, example sentences, grammar, usage notes, synonyms and more.
assured adjective - Definition, pictures, pronunciation and usage notes ...

Definition of assured adjective in Oxford Advanced Learner's Dictionary. Meaning, pronunciation, picture, example sentences, grammar, usage notes, synonyms and more.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: assured
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα ελληνικά
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
ASSURED definition and meaning | Collins English Dictionary
4 meanings: 1. made certain; sure; guaranteed 2. self-assured 3. mainly British insured, esp by a life assurance policy 4..... Click for more definitions.
ASSURED definition and meaning | Collins English Dictionary

4 meanings: 1. made certain; sure; guaranteed 2. self-assured 3. mainly British insured, esp by a life assurance policy 4..... Click for more definitions.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: assured
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα ελληνικά
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
ASSURE | definition in the Cambridge English Dictionary
ASSURE meaning: 1. to tell someone confidently that something is true, especially so that they do not worry: 2. to…. Learn more.
ASSURE | definition in the Cambridge English Dictionary

ASSURE meaning: 1. to tell someone confidently that something is true, especially so that they do not worry: 2. to…. Learn more.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: assured
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα ελληνικά
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
ASSURED | definition in the Cambridge Learner’s Dictionary
ASSURED meaning: 1. showing skill and confidence: 2. to be certain to get or achieve something in the future: . Learn more.
ASSURED | definition in the Cambridge Learner’s Dictionary

ASSURED meaning: 1. showing skill and confidence: 2. to be certain to get or achieve something in the future: . Learn more.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: assured
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα ελληνικά
Assured(アシュアード)|クラウドセキュリティ評価サービス

Assuredは、企業のセキュリティ部門がクラウドサービスのセキュリティ評価を適切に行うためのサービスです。 セキュリティのプロたちが第三者機関として、リスクを評価。評価業務の工数を大幅に削減し質の向上に貢献することで、サービス導入の意思決定を早め、ビジネスを加速させます。

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: assured
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα ελληνικά
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
Assured - definition of assured by The Free Dictionary
Find the meaning, pronunciation, and usage of the word assured, as well as related terms and expressions. Learn the difference between assured and confident, assured and secure, and assured and insured.
Assured - definition of assured by The Free Dictionary

Find the meaning, pronunciation, and usage of the word assured, as well as related terms and expressions. Learn the difference between assured and confident, assured and secure, and assured and insured.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: assured
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα ελληνικά
close close

PrivateView

Δοκιμαστική Έκδοση
close close

Η Ιδιωτική Προβολή σας επιτρέπει να περιηγηθείτε σε ιστότοπους ανώνυμα. Αυτή η δυνατότητα ενδέχεται να μην υποστηρίζεται σε όλους τους ιστότοπους.

PrivateView

Δοκιμαστική Έκδοση
close close

Η Ιδιωτική Προβολή σας επιτρέπει να περιηγηθείτε σε ιστότοπους ανώνυμα. Αυτή η δυνατότητα ενδέχεται να μην υποστηρίζεται σε όλους τους ιστότοπους.


Φόρτωση...

Δεν είναι διαθέσιμο ακόμα!

Το PrivateView δεν υποστηρίζει ακόμη αυτήν την ιστοσελίδα.
Εκτιμούμε την υπομονή σας!

Ενημερώστε μας
close close
close
close